- μιλτηλιφής
- μιλτηλιφής, -ές (Α)1. βαμμένος με μίλτο («τὸ δὲ παλαιὸν ἅπασαι αἱ νέες ἦσαν μιλτηλιφέες», Ηρόδ.)2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μιλτηλιφεῑςπροσωνυμία τών Αθηναίων οι οποίοι με τεντωμένο σχοινί βαμμένο με μίλτο οδηγούνταν από την Αγορά προς την Πνύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -ηλιφής (< αλιφ-, μηδενισμένη βαθμίδα τού αλείφω), πρβλ. νε-ηλιφής. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.